χρυσοχέρης

χρυσοχέρης
ο , χρυσοχέρα η тот, кто имеет золотые руки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρυσοχέρης" в других словарях:

  • χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχέρης — ο θηλ. χρυσοχέρα 1. αυτός που δείχνει σπάνια δεξιότητα ή εργατικότητα. 2. αυτός που κερδίζει πολλά χρήματα από την εργασία των χεριών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»